βόλιση

βόλιση
[-ις (-εως)] η см. βυθομέτρηση

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βόλιση" в других словарях:

  • βόλιση — η [βολίζω] η βυθομέτρηση με βολίδα …   Dictionary of Greek

  • βολίσῃ — βολίζω heave the lead aor subj mid 2nd sg βολίζω heave the lead aor subj act 3rd sg βολίζω heave the lead fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολιστικός — ή, ό (Α βολιστικός, ή, όν) [βολίζω] νεοελλ. ο σχετικός με τη βόλιση αρχ. αυτός που μπορεί να πιαστεί στο δίχτυ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»