βόλιση
Смотреть что такое "βόλιση" в других словарях:
βόλιση — η [βολίζω] η βυθομέτρηση με βολίδα … Dictionary of Greek
βολίσῃ — βολίζω heave the lead aor subj mid 2nd sg βολίζω heave the lead aor subj act 3rd sg βολίζω heave the lead fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολιστικός — ή, ό (Α βολιστικός, ή, όν) [βολίζω] νεοελλ. ο σχετικός με τη βόλιση αρχ. αυτός που μπορεί να πιαστεί στο δίχτυ … Dictionary of Greek